- οἰωνοσκοπικός
- οἰωνοσκοπ-ικός, ή, όν,A of or for augury, Ptol.Tetr.156, Man.4.212 ;
ἡ οἰ. τέχνη D.H.3.70
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡ οἰ. τέχνη D.H.3.70
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιωνοσκοπικός — οἰωνοσκοπικός, ή, όν (Α) [οιωνοσκόπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οιωνοσκοπία και στον οιωνοσκόπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνοσκοπική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία … Dictionary of Greek
οἰωνοσκοπικά — οἰωνοσκοπικός of neut nom/voc/acc pl οἰωνοσκοπικά̱ , οἰωνοσκοπικός of fem nom/voc/acc dual οἰωνοσκοπικά̱ , οἰωνοσκοπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοσκοπικῶν — οἰωνοσκοπικός of fem gen pl οἰωνοσκοπικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοσκοπικόν — οἰωνοσκοπικός of masc acc sg οἰωνοσκοπικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοσκοπικούς — οἰωνοσκοπικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοσκοπικῆς — οἰωνοσκοπικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοσκοπικήν — οἰωνοσκοπικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοσκοπικάς — οἰωνοσκοπικά̱ς , οἰωνοσκοπικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)